- κουνουπίδι
- Κοινή ονομασία του φυτού Brassica oleracea var. botrytis της οικογένειας των σταυρανθών (δικοτυλήδονα)· ήταν γνωστό, παλιότερα, με την ονομασία λάχανο της Κύπρου. Το κ., πολύ συγγενικό με το κοινό λάχανο, είναι μια ογκώδης πόα, ύψους 30-45 εκ., με μεγάλα και παχιά, γλαυκοκέρινα, κυματοειδή, ανάγλυφα φύλλα, πράσινου ή ιώδους χρώματος. Τα άνθη του είναι μικρά και, αρχικά, ενωμένα σε ένα χοντρό, στερεό και σαρκώδες κεφάλιο-ταξιανθία, η οποία είναι λευκωπή, κιτρινωπή, πράσινη ή ιώδης και αποτελεί το εδώδιμο μέρος του φυτού, από το οποίο επίσης τρώγονται βρασμένα και τα πιο τρυφερά φύλλα. Η τελείως ανεπτυγμένη ταξιανθία είναι ένας κόρυμβος, σχηματισμένος από πολλούς κλαδίσκους, που φέρουν πάρα πολλά κίτρινα, σταυροειδή άνθη. Υπάρχουν πρώιμες και όψιμες μορφές κ.
Το κ. καλλιεργείται για την κεφαλή του, η οποία τρώγεται μαγειρευτή ή ως καρύκευμα, ενώ χρησιμοποιείται και για την παρασκευή τουρσιών, όπως η μούγκρα της Κύπρου.
Το κ. είναι πολύ φτωχό σε θερμιδικό περιεχόμενο, αλλά είναι πλούσιο σε άλατα καλίου, φωσφόρου και θείου καθώς και σε βιταμίνη C, στο σύμπλεγμα της βιταμίνης Β και σε βιταμίνη Κ, η οποία βοηθάει την πήξη του αίματος.
Υποποικιλία του κ. είναι το μπρόκολο το οποίο καλλιεργείται και στην Ελλάδα.
Το μπρόκολο, υποποικιλία του κουνουπιδιού, καλλιεργείται και στην Ελλάδα.
Το εδώδιμο μέρος του κουνουπιδιού είναι η υπερτροφική σαρκώδης και συμπαγής ταξιανθία του.
* * *το (Μ κουνουπίδι[ν])κοινή ονομασία τού φυτού Brassica oleracea.[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < *κανωπίδιον, υποκορ. τού ουσ. κάνωπον «το φυτό κουφοξυλιά», λόγω τής ομοιότητας τών δύο φυτών].
Dictionary of Greek. 2013.